χνουδιάζω

χνουδιάζω
Ν [χνούδι]
1. έχω ή αποκτώ χνούδι
2. (για ύφασμα) αρχίζω να ξεφτώ, να διαλύομαι σε λεπτές κλωστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χνουδιάζω — χνουδιάζω, χνούδιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χνουδιάζω — χνούδιασα, χνουδιασμένος 1. σχηματίζω λεπτό τρίχωμα. 2. για υφάσματα, αρχίζω να ξεφτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] …   Dictionary of Greek

  • χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • χνουδίζω — Ν [χνούδι] 1. αφαιρώ το χνούδι, ξεχνουδιάζω 2. έχω χνούδι ή φαίνομαι χνουδωτός, χνουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • χνούδιασμα — το, Ν [χνουδιάζω] 1. ο σχηματισμός χνουδιού σε μία επιφάνεια 2. χνούδισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”